ρώγες

ρώγες
baie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ῥῶγες — ῥάξ grape fem nom/voc pl ῥώξ grape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • αγούμαστος — ο 1. είδος σταφυλιού με μεγάλες και μακρουλές ρώγες 2. το κλήμα που παράγει τέτοια σταφύλια 3. διάφορα είδη εκλεκτών σταφυλιών (λευκά, μαύρα, κόκκινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βούμαστος < βοῦς + μαστός η μεταβολή τού βου σε γου πιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • αγριαδίνα — και αγραδίνα και γραδίνα, η [αγριάδα] 1. είδος σταφυλιού με χοντρές και επιμήκεις ρώγες, που προέρχεται από κλήμα σε ημιάγρια κατάσταση και παράγει ατελείς καρπούς 2. συνεκδ. άκαρπο αμπέλι …   Dictionary of Greek

  • αδροβύζα — η αυτή που έχει αδρές, μεγάλες θηλές, ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + βυζί] …   Dictionary of Greek

  • αετονύχι — και αϊτονύχι και αϊτόνυχο, το 1. νύχι αετού 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες που απολήγουν σε οξύ άκρο, όμοιο κατά κάποιο τρόπο με την αιχμή τού νυχιού τού αετού 3. ο καρπός τής αετονυχολιάς που απολήγει σε νυχοειδές άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ακροκέφαλος — (acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και… …   Dictionary of Greek

  • αλεπίτσα — και αλουπίτσα, η [αλεπού] 1. αλεπάκι, μικρή αλεπού 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες σαν την ουρά τής αλεπούς …   Dictionary of Greek

  • αλεποουρά — και αλεπουρά και αλεπονουρά, η 1. η ουρά τής αλεπούς 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες (αλλ. αλεπίτσα) 3. διάφορα αγρωστώδη φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + ουρά. ΠΑΡ. νεοελλ. αλέπουρας] …   Dictionary of Greek

  • αλλοφανής — Άμορφο ορυκτό, που μοιάζει με νεφρό ή ρώγες σταφυλιών ή και με σταλακτίτες, καθώς και ως επικάθισμα πάνω σε άλλα ορυκτά και πετρώματα με εξωτερική όψη οπαλίου. Τρίβεται εύκολα και είναι διαφανής, είτε άχρωμος είτε κίτρινος, γκριζοκαστανός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”